ικρίο

ικρίο
το (Α ἰκρίον και ἴκριον)
ικρίωμα*, σκαλωσιά
αρχ.
1. θεωρείο
2. (στον πληθ. τὰ ἴκρια
α) σανίδωμα τού καταστρώματος τών ομηρικών πλοίων
β) οι πλευρές τού πλοίου ή το άνω άκρο τών πλευρών του, η κουπαστή
γ) ξύλινο κατασκεύασμα ψηλότερο από την επιφάνεια τού εδάφους, εξέδρα
δ) ξύλινος πύργος
ε) τα καθίσματα τού θεάτρου
στ) ιστός, κατάρτι
ζ) εκκλ. ο σταυρός
η) ράβδος
θ) στήλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. ικριόεις, ικριώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικριοποιός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ίκρια — ἴκρια, τὰ (Α) βλ. ικρίο …   Dictionary of Greek

  • ίκριον — ἴκριον, τὸ (Α) βλ. ικρίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”